- πολύστροφος
- η , ο [ος , ον ]1) сильно скрученный, перекрученный; 2) перен. ловкий, изворотливый (о человеке); 3) тех совершающий много оборотов (в единицу времени)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολύστροφος — much twisted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύστροφος — η, ο / πολύστροφος, ον, ΝΜΑ 1. πολύ συνεστραμμένος 2. μτφ. ευμετάβλητος νεοελλ. 1. (για ποίημα) αυτός ο οποίος αποτελείται από πολλές στροφές 2. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές 3. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που το μυαλό του παίρνει… … Dictionary of Greek
πολύστροφος — η, ο 1. αυτός που κάνει πολλές στροφές στη μονάδα του χρόνου: Πολύστροφη μηχανή. 2. μτφ., ο έξυπνος, ο ευλύγιστος, ο εύστροφος, ο ευμετάβολος: Πολύστροφο μυαλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύστροφον — πολύστροφος much twisted masc/fem acc sg πολύστροφος much twisted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστροφώτερος — πολύστροφος much twisted masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστρόφοις — πολύστροφος much twisted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστρόφου — πολύστροφος much twisted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστρόφους — πολύστροφος much twisted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστρόφων — πολύστροφος much twisted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστρόφῳ — πολύστροφος much twisted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύστροφα — πολύστροφος much twisted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)